-
1 скамьи
-й, πλθ. скамьи κ. скамьи, скамей θ. κάθισμα, σκαμνί, εδώλιο, έδρανο• παγκάκι.εκφρ.скамьи подсудимых – το εδώλιο του κατηγορούμενου•сесть на -ю подсудимых – κάθομαι στο σκαμνί του κατηγορούμενου•сидеть на школьной -е – κάθομαι στο θρανίο (μαθαίνω)•со школьной -и – αμέσως μετά το σχολείο. -
2 υποστηρίζω
(αόρ. υποστήριξα) μετ.1) подпирать, поддерживать; 2) перен. защищать; поддерживать, отстаивать;υποστηρίζω την πρόταση — поддерживать предложение;
3) перен. поддерживать, помогать;τον υποστηρίζει ο θείος του — ему помогает дядя;
4) настойчиво утверждать, доказывать (что-л.); настаивать (на чём-л.);υποστηρίζ την ενοχην τού κατηγορουμένου — настаивать на признании подсудимого виновным;
§ υποστηρίζ
την διατριβή — защищать диссертацию -
3 ресурс
-а α.1. μέσο, διέξοδος•ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.
2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•
природные -ы φυσικές πηγές•
производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.
|| τα χρήματα• τα προς του ζειν•-ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.
-
4 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
-
5 подсудимый
ο υπόδικος, ο διωκόμενος, о κατηγορούμενος, ο εναγόμενοςскамья - ых το εδώλιο του κατηγορουμένου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсудимый
-
6 предикативность
(лог., грам.) η κατη-γορηματικότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предикативность
-
7 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου. -
8 подсудимый
подсуди́м||ыйм ὁ ὑπόδικος, ὁ κατηγοροῦμενος, ὁ ἐναγόμενος:скамья \подсудимыйых τό ἐδώλιον τοῦ κατηγορουμένου. -
9 предикатйвный
предикат||йвныйприл τοῦ κατηγορουμένου. -
10 скамья
скамь||яж ὁ πάγκος/ τό θρανίο[ν] (в школе)· ◊ \скамья подсудимых τό ἐδωλιον τοῦ κατηγορουμένου· со школьной \скамьяй ἀπ' τά μαθητικά χρόνια -
11 εδώλιο(ν)
-
12 εδώλιο(ν)
-
13 ένδειξη
[-ις (-εως)] η1) знак, признак; примета;σ' ένδειξη Φιλίας — в знак дружбы;
εις ένδειξιν εκτιμήσεως — в знак уважения;
αποτελώ ένδειξη — служить признаком;
2) юр. презумпция, вероятное предположение;υπάρχουν ένδειξεις ενοχής τού κατηγορουμένου, αλλ' όχι και αποδείξεις — имеются предположения виновности обвиняемого, а не доказательства;
3) показание (измерительного прибора);4) мед. показание; 5) воен, врачебное заключение о госпитализации или о направлении на медицинскую комиссию для освидетельствования; -
14 осуждение
-я ουδ.1. καταδίκη•осуждение обвиняемого καταδίκη του κατηγορούμενου•
заочно ερήμην καταδίκη.
2. κατάκριση, επίκριση. -
15 предикативный
επ. (γραμμ.) του κατηγορούμενου. -
16 удостоверить
-рю, -ришьρ.σ.μ.πιστοποιώ, βεβαιώνω•удостоверить подпись πιστοποιώ το γνήσιο της υπογραφής•
удостоверить смерть πιστοποιώ το θάνατο•, удостоверить личность πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου.
|| παλ. διαβεβαιώνω.διαπιστώνω• πείθομαι• βεβαιώνομαι•судьи -лись в невиновность подсудимого οι δικαστές πείστηκανγια την αθωότητα του κατηγορούμενου.
-
17 невиновность
-и θ.αθωότητα•невиновность подсудимого η αθωότητα του υπόδικου (κατηγορούμενου)•
доказать невиновность αποδείχνω την αθωότητα.
-
18 κατηγορέω
A speak against, esp. before judges, accuse, opp. ἀπολογέομαι, c. gen., Hdt.2.113, 8.60, Lys.14.21, Ar.Pl. 1073, etc.;τῆς πόλεως Pl.Mx. 244e
: less freq.κατά τινος X.HG1.7.9
; κ. τινὸς πρὸς τὴν πόλιν denounce him publicly, Pl.Euthphr.2c; κατηγόρεις [αὐτῶν] ὡς λέγοιεν you accused them of saying, D.21.134, cf. X.HG7.1.38; κ. τινὸς ὅτι .. ib.1.7.17;τῶν ἱππέων ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατηγόρει D.21.197
;τῆς ἐμῆς [τύχης] κατηγορεῖς Id.18.266
, cf. Isoc.3.4.2 κ. τί τινος bring as a charge against a person, accuse him of it,δείν' ἔπη μου S.OT 514
, cf. E.Or.28, etc.;τῶν ἄλλων μωρίαν X.Mem.1.3.4
;ὃς ἐμοῦ Φιλιππισμὸν κατηγορεῖ D.18.294
;κ. τι κατά τινος Hyp.Eux.23
;τινὸς περί τινος And.1.110
, Th.8.85: c. inf.,κ. τινὸς παθεῖν τι Pl.Grg. 482c
: c. dupl. gen.,παρανόμων κ. τινός D.21.5
.3 c. acc. rei only, allege in accusation, Hdt. 2.113;μωρίαν ἐμήν E.Heracl. 418
;τὴν πονηρίαν τῶν γονέων Pl.Prt. 346a
;τὰ γεγονότα κ. Antipho 1.10
, cf.Ar.V. 932, Ra. 996 (lyr.), Lys. 13.31, D.19.9:—[voice] Pass., to be brought as an accusation against, κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου; S.OT 529;ἀδικία πολλὴ κ. αὐτοῦ Th.1.95
; τὰ πρῶτά μου ψευδῆ -ημένα the first false charges brought against me, Pl.Ap. 18a, cf. Lys.16.9;τὰ -ηθέντα Antipho 5.85
, And.1.24;τἀδικήμαθ' ἃ κατηγορεῖται D.21.136
: impers., folld. by inf., σφέων.. κατηγόρητο μηδίζειν a charge had been brought against them that.., Hdt.7.205;κατηγορεῖτό τινος ὡς βαρβαρίζοι X.HG5.2.35
; κατηγορουμένου δ' αὐτοῦ, ὅτι .. a charge being brought against him, that.., ib.3.5.25.b rarely in [voice] Pass., of the person, to be accused,οἱ κατηγορούμενοι And.1.7
, cf. Luc.Tim.38 (s.v.l.).II signify, indicate, prove, c.acc.rei, [τὸ νεαρὸν] κ. τὴν ὀλιγοετίαν X.Cyr.1.4.3
, cf. Plu.2.695d, Adam.1.5,al.;ἀσθένειαν μᾶλλον ἢ δύναμιν Plot.4.6.3
; display,οἱ πολλὴν -οῦντες ἀπειροκαλίαν Luc.Nigr. 21
: c. gen. pers., , cf. E.Fr. 690, S.Aj. 907, etc.;ὠκύτητα κ. τοῦ κυνός Philostr.Im.2.26
.2 folld. by relat., declare, assert, ; κ. ὅτι .. Id.4.189, Pl.Phd. 73b (impers.): abs., make a definite assertion, Id.Tht. 208b.III in Logic, predicate of a person or thing, ,al., Epicur.Fr. 250; κυρίως, καταχρηστικῶς κ., Phld.Po.5.15;ἐναντίως ὑπὲρ τῶν αὐτῶν Id.Oec.p.60
J.: —more freq. in [voice] Pass., to be predicated of.., τινος Arist.Cat. 2a21, APr. 26b9, al.;κατά τινος Id.Cat. 2a37
;κατὰ παντὸς ἢ μηδενός Id.APr. 24a15
: less freq. , 999a15; so laterἐφ' ἑνὸς οἴονται θεοῦ ἑκάτερον τῶν ὀνομάτων -εῖσθαι D.H.2.48
;περί τινος Arist. Top. 140b37
; : abs., τὸ κατηγορούμενον the predicate, opp. τὸ ὑποκείμενον (the subject), Id.Cat. 1b11, cf.Metaph. 1043a6, al.; κατηγορεῖν καὶ -εῖσθαι to be subject and predicate, Id.APr. 47b1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγορέω
См. также в других словарях:
βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
Μπεκαρία, Τσεζάρε — (Cesare Beccaria, Μιλάνο 1738 – 1794). Ιταλός νομικός και οικονομολόγος. Η επαφή με τα έργα του διαφωτισμού επηρέασε σημαντικά την πνευματική διαμόρφωσή του, ευνοώντας τη φιλία του με τους αδελφούς Πιέτρο και Αλεσάντρο Βέρι, στο σπίτι των οποίων … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek